- μαλθακός
- -ή, -ό (AM μαλθακός, -ή, -όν, Α αιολ. τ. αρσ. μόλθακος)1. μαλακός, απαλός, τρυφερός («μαλθακαὶ πλευραί», Πολυδ.)2. άτολμος, λιγόψυχοςνεοελλ.ασκληραγώγητοςμσν.-αρχ.κίναιδοςαρχ.1. αδύνατος, ασθενικός («καὶ τὸ ξίφος οὐ δύναμαι κατέχειν, ἀλλ' ἤδη μαλθακός εἰμι», Αριστοφ.)2. πράος, ήσυχος, γλυκύς (α. «μαλθακὸν ὀμμάτων βέλος», Αισχύλ.β. «λόγοισι μαλθακοῑς», Σοφ.)3. (για φωτιά) σιγανός4. (για τον πόνο, την οδύνη, τη θλίψη κ.λπ.) μέτριος, όχι έντονος5. (για οίνο) αδύνατος6. (για νερό τών ελών) αυτός που μένει ακίνητος, αυτός που λιμνάζει7. (για ρυθμό) άτονος, χαλαρός8. (για την καιρική κατάσταση) εύκρατος («μαλθακὸν ἔτος... ἄπνουν καὶ θερμόν», Ιπποκρ.)9. (για έδαφος) ομαλός, λείος10. το ουδ. ως ουσ. τὸ μαλθακόνα) η μαλθακότητα («πρὸς τὸ μαλθακὸν τοῡ βίου», Ευρ.)β) ήρεμη διάθεση, πραότητα, γλυκύτητα11. (το ουδ. ως επίρρ.) μαλθακόνήπια, γλυκά12. φρ. «μαλθακόν τι ἐνδίδωμι» — υποχωρώ από δειλία.επίρρ...μαλθακώς (Α μαλθακῶς)μαλακά, απαλάαρχ.ήπια, ήρεμα, γλυκά («σκληρὰ μαλθακῶς λέγειν», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη βαθμίδα *m|dh- της ΙΕ ρίζας *meldb- «απαλός, μαλακός» (πρβλ. αρχ. ινδ. mardha-ti, mrdhati «υποχωρώ, μαλακώνω», αρχ. ισλδ. mildr «μαλθακός») + επίθημα -ακός (τού οποίου το -α- μπορεί να προέρχεται από n, πρβλ. μάλθων). Συνδέεται με τους τ. ἀμαλδύνω* «μαλακώνω», βλαδύς*, ἀμβλύς*, ἀμαλός* «μαλακός, αδύνατος», μέλδομαι* «λειώνω». Υπάρχει επίσης φανερή αντιστοιχία μεταξύ τών τ. μαλθακός και μαλακός, οι οποίοι πιθανότατα έχουν αλληλοεπηρεαστεί στον σχηματισμό τους.ΠΑΡ. μάλθα, μαλθακότητααρχ.μαλθάζω, μαλθαίνω, μαλθακεύομαι, μαλθακία, μαλθάκινος, μαλθακύνω, μαλθάκων, μαλθάσσωαρχ.-μσν.μαλθακίζομαι, μαλθακώδηςνεοελλ.μαλθακώνω.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. μαλθακευνία, μαλθακόφωνοςμσν.μαλθακόσαρκος].
Dictionary of Greek. 2013.